- Αίγιο(ν)
- το г. Эйон, Эгион (Пелопоннес);тж. Βοστίτσα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αίγιο — Παραλιακή πόλη (υψόμ. 60 μ., 21.061 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Το Α. είναι χτισμένο στην ακτή του Κορινθιακού, σε περιοχή σεισμογενή. Αποτελεί έδρα του δήμου Αιγίου (βλ. λ. Αιγίου, δήμος). Βρίσκεται στην πεδινή λωρίδα… … Dictionary of Greek
Αίγιο — Sp Ègijas Ap Αίγιο/Aigio L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αίγιο — το πόλη της Αχαΐας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ανδρονόπουλος, Βασίλειος — (Αίγιο 1838 – Θεσσαλονίκη 1897).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού Βασίλειου Καλλιμαχόπουλου. Μαζί με άλλους ερασιτέχνες ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος Ταβουλάρης, έκανε την πρώτη εμφάνισή του στο θέατρο το 1858 στην… … Dictionary of Greek
Ζούζουλα, Ελένη — (Αίγιο 1870 – Αθήνα 1936). Λογία. Το 1908 ίδρυσε στην Αθήνα την Παιδική Αδελφοσύνη, ως τμήμα του Λυκείου των Ελληνίδων, που αποσκοπούσε στη συναδέλφωση παιδιών όλων των κοινωνικών τάξεων. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1916. Τα βιβλία της είναι… … Dictionary of Greek
Καραπάνου-Παπαθανασίου, Νανά — (Αίγιο 1942 –). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με την ποίηση και τις επιστημονικές και λογοτεχνικές μεταφράσεις. Η πρώτη ποιητική συλλογή της, με τον τίτλο Αμυχές, εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το 1990. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης… … Dictionary of Greek
Κοντός, Γιάννης — (Αίγιο 1943 –). Οικονομολόγος και ποιητής. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα το 1964. Στη συνέχεια δημοσίευσε ποιήματά του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές… … Dictionary of Greek
Μαργαρίτης, Λώρης — (Αίγιο 1895 – Αθήνα 1953). Πιανίστας και συνθέτης. Η πρώιμη κλίση του στη μουσική εκδηλώθηκε πριν ακόμα συμπληρώσει τα επτά χρόνια του: έπειτα από σχεδόν μηδαμινές μουσικές σπουδές, είχε κιόλας συνθέσει περισσότερα από δέκα έργα για πιάνο, τα… … Dictionary of Greek
Μελισσιώτης, Πανάγος — (Αίγιο 1854 – Αθήνα 1904). Θεατρικός συγγραφέας. Εργαζόταν ως κουρέας και έφερε την προσωνυμία του Άψε σβήσε από την επιγραφή του κουρείου του. Αν και ήταν χαρτοπαίκτης και μέθυσος, μπόρεσε να καταπολεμήσει τις εξαρτήσεις αυτές και να ασχοληθεί… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… … Dictionary of Greek
Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Αίγιο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 153 ενοριακοί ναοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, Αγίας Λαύρας, Ταξιαρχών Αιγιαλείας, Αγίας Τριάδος Βουρών, Αγίων Θεοδώρων Αροανίας,… … Dictionary of Greek